μπράβο

μπράβο
(λ. ιταλ.), επιφών., εύγε, έξοχα, ωραία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπράβο — 1. (επιφών. επιδοκιμασίας και θαυμασμού) εύγε, έξοχα, πολύ ωραία 2. ειρωνικά και σε εκφράσεις αποδοκιμασίας («μπράβο σου, το έσπασες το ποτήρι») 3. (ως ουσ. ουδ.) το μπράβο η επιδοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bravo! < ιταλ. bravo «έξοχος,… …   Dictionary of Greek

  • Ρίο Γκράντε — (Rio Grande). Ποταμός της Βόρειας Αμερικής, που εκβάλλει στον Κόλπο του Μεξικού, αφού ορίσει ολόκληρη τη μεθόριο μεταξύ Τέξας (ΗΠΑ) και Μεξικού (στα ισπανικά ονομάζεται Ρίο Μπράβο ή Ρίο Μπράβο ντελ Νόρτε). Πηγάζει από το νοτιοδυτικό Κολοράδο, στα …   Dictionary of Greek

  • Τέξας — (Texas). Ομόσπονδη Πολιτεία των νότιων HΠA, η πλέον εκτεταμένη της Ένωσης μετά την Αλάσκα. Βρέχεται από τον Κόλπο του Μεξικού στα ΝΑ και συνορεύει με το Μεξικό στα ΝΔ και τις ομόσπονδες Πολιτείες Λουιζιάνα και Αρκάνσας στα Α, Οκλαχόμα στα Β, Νέο… …   Dictionary of Greek

  • άφεριμ — επιφών. ειρων. εύγε, μπράβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aferim, aferin] …   Dictionary of Greek

  • ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …   Dictionary of Greek

  • εύγε — (ΑΜ εὖγε, Α και εὖ γε) (επιφών. επιδοκιμασίας, συχνά σε διπλή ή και τριπλή εκφορά) ωραία! πολύ καλά! μπράβο! («εὖγε, ὦ βέλτιστε», Πλάτ.) αρχ. 1. επίρρ. (σε απαντήσεις με τις οποίες επιβεβαιώνει κάποιος αυτά που έχουν ειπωθεί) ορθά, σωστά (α.… …   Dictionary of Greek

  • ζήτω — (AM ζήτω) ας ζήσει, ας ζήσουν νεοελλ. (επιφώνημα επιδοκιμασίας) 1. εύγε, μπράβο 2. φρ. α) «θα μάς φωνάξουν ζήτω» θα μάς δεχθούν με ενθουσιασμό β) «ούτε για ζήτω δεν κάνει» είναι ανάξιος λόγου 3. ως ουσ. το ζήτω η ζητωκραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. ζή τω,… …   Dictionary of Greek

  • ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») …   Dictionary of Greek

  • μάσαλλα(χ) — και μασαλά επιφών. εύγε, μπράβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maşallah] …   Dictionary of Greek

  • σπολλάτη — Ν επιφών. 1. μπράβο, εύγε, ευχαριστώ 2. πάλι καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. «εις πολλά έτη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”